ΠΑΝΑΓΙΑ ΚΑΒΑΛΛΑΡΑ
Η ιστορική μονή της Παναγίας της Καβαλλαράς στο χωριό Κορφές
Θέση: βρίσκεται στις ανατολικές υπώρειες του Ψηλορείτη της κτηματικής περιφέρειας της Τοπικής Κοινότητας Κορφών του Δήμου Μαλεβιζίου. Εκκλησιαστικά ανήκει στην ενορία της Αγίας Τριάδος Κορφών, και τελεί υπό την αιγίδα της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης. Η εξαιρετική από άποψη κάλλους φυσική θέση με την πανοραμική θέα και το οπτικό πεδίο, το οποίο στο βάθος του ορίζοντα, ανοίγει περιλαμβάνοντας τον θαλάσσιο κόλπο της πόλης του Ηρακλείου, δικαιολογεί την επιλογή των πρώτων κτητόρων για την ίδρυση της μονής. Μια θέση κατάλληλη για περισυλλογή και αποστασιοποίηση από τα εγκόσμια, που διευκόλυνε εξάλλου εκτός από τη λειτουργικότητά της, ως ησυχαστηρίου, και στην ανάπτυξη και δραστηριοτήτων, που συνδέονταν με πνευματική και την τοπική εθνική παράδοση. Τόσο στη διάρκεια του Κρητικού Πολέμου (1645- 1669), οπότε συντελέστηκε και η καταστροφή της, όσο και ερημωμένη στα νεότερα χρόνια, ιδίως κατά την περίοδο της Κατοχής (1940- 1944), όταν λειτουργούσε ως χώρος συγκέντρωσης και δράσης αντιστασιακών ομάδων από το χωριό Κορφές και της ομάδας του καπετάν Αντωνίου Γρηγοράκη ή Σατανά από το χωριό Κρουσώνας.
Η ιστορική μονή της Παναγίας Κεράς Καβαλλαρέας (ή γνωστής σήμερα ως » Παναγίας Καβαλλαράς» ) διετέλεσε από τον 15ο ως τον 17ο αιώνα, μετόχιο της Μονής Διονυσίου του Αγίου Όρους, και είναι μία από τις πέντε ονομαστές μονές της σημερινής επαρχίας Μαλεβιζίου (Καστελλανίας Μαλεβιζίου κατά τη βενετοκρατία στην Κρήτη), που ήκμασαν κατά την ίδια περίοδο και αποτελούσαν πνευματικές εστίες του Κρητικού Ελληνισμού στην ευρύτερη περιοχή 1. Η μονή καταστράφηκε κατά την περίοδο του Κρητικού Πολέμου, και σώζεται σήμερα μόνο το καθολικό της, η μονόκλιτη εκκλησία, αναστηλωμένη κτηριακά (από το Ε.Α.Π.Τ.Α. 2, ειδικό πρόγραμμα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, υπό την ευθύνη του Οργανισμού Ανάπτυξης Μαλεβιζίου για αναστηλώσεις μνημείων, υπό την επιστασία της 13ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Ν. Ηρακλείου). Το καθολικό έχει δύο θύρες, δυτική και βόρεια, και κατεστραμμένο τον εσωτερικό διάκοσμο, σώζονται μόνο σπαράγματα τοιχογραφιών στο ιερό και στον βόρειο τοίχο, του ζωγράφου Μερκούριου, του πρώτου τέταρτου του 17ου αιώνα που είχε εργαστεί στη μονή Διονυσίου και στην Αγία Λαύρα. Στο ιερό τρεις Ιεράρχες ο Μυστικός Δείπνος και στη βόρεια πλευρά η Αγία Τριάδα.
Ανατολικά του καθολικού σώζεται ίχνος παλαιού κτίσματος. Το έδαφος είναι επικλινές και η δόμηση του μοναστηριακού συγκροτήματος στηρίχθηκε σε ανηλημματικούς τοίχους που δίνουν την εικόνα αναβαθμίδων. Τα κελιά ήταν κτισμένα βόρεια και δυτικά του Καθολικού. Σώζονται σήμερα ίχνη παλαιότερων θεμελιώσεων στον περίβολο. Η προσωνυμία «Κερά Καβαλλαρέα ή Καβαλλαρα» γνωστή σήμερα περισσότερο ως «Καβαλλαρα»συνδέεται μάλλον από την εορτή της Συνάξεως της Θεοτόκου, κατά την επομένη της ημέρας των Χριστουγέννων, 26 Δεκεμβρίου, ημέρα της πρώτης πανηγυρικής εορτής. Αντλήθηκε η ονομασία από το θέμα της απεικονίσεως της Φυγής στην Αίγυπτο (γνωστό και από τον εικονογραφικό τύπο των οίκων του Ακαθίστου), όπου η Παναγία εικονίζεται καθισμένη πάνω σε όνο («Καβαλλαρά, κρατώντας τον Χριστό, βρέφος, και τον Ιωσήφ να τη συνοδεύει στον δρόμο για την Αίγυπτο. Εξακολουθεί και στις μέρες μας να λειτουργείται ο ναός την ίδια μέρα (επομένη των Χριστουγέννων) από τον εφημέριο της Αγίας Τριάδος Κορφών. Η πανηγυρική, ωστόσο, εορτή, λόγω των δυσμενών καιρικών συνθηκών του Χειμώνα και αφού πλέον έπαψε να λειτουργεί η μονή μεταφέρθηκε από τις 26 Δεκεμβρίου και εορτάζεται την ημέρα της Ζωοδόχου Πηγής (Παρασκευή της εβδομάδας του Πάσχα). Κάτι που επιβεβαιώνεται στον προσκυνηματικό οδηγό του Ν. Σ. Καδά, για το μοναστήρι Διονυσίου του Αγίου Όρους, ότι ως το έτος 1700 η μονή » Καβαλλαρά , μεταξύ των άλλων μετοχίων της μονής Διονυσίου του Αγίου Όρους, βρίσκεται έξω από την πύλη των Χανίων στο Ηράκλειο της Κρήτης, τιμώμενο στο όνομα της Παναγίας («Φυγή στην Αίγυπτο»).
Αρχειακές μαρτυρίες: 1466- 1555: πρώτη περίοδος. Σε μαρτυρία που αντλείται από λατινικό έγγραφο του έτους 1537, το οποίο σώζεται στο αρχείο της Μονής Διονυσίου του Αγίου Όρους και αφορά επιστολή του Φραγκίσκου Δάνδολου, επισκόπου Cheronensis και βικαρίου της Αποστολικής έδρας στη Μητρόπολη Κρήτης, με αποδέκτη τον Κλήμη Γαϊτανη, ηγούμενο και επιστάτη της μονής Καβαλλαράς, μνημονεύεται το ελληνικό μοναστήρι της εκκλησίας Καβαλλαράς» που βρισκόταν στο χωριό Καμάρι, το έτος 1466 (7 Ιανουαρίου) και είχε δοθεί και παραχωρηθεί στον καλόγερο Άγγελο Ναραμούνδο, Ανογιάτο Θεολογίτη.
1. Οι άλλες τέσσερις μονές ήταν: της Αγίας Ειρήνης στον Κρουσώνα, της Παναγίας Ιερουσαλήμ στο Λουτράκι, της Κεράς Ελεούσας στην Κιθαρίδα και του Αγίου Γεώργιου ή Γοργοελεήμονος (Γοργολαήνη) στις Ασίτες.
1555- 1678: Η μονή της Κεράς Καβαλλαρέας, μετόχι της μονής του Τιμίου Προδρόμου, λεγομένου Διονυσίου του αγίου Όρους.
Ο ηγούμενος της μονής Κλήμης Γαϊτάνης είχε δεσμούς πνευματικούς με τη μονή του Τιμίου Προδρόμου του Διονυσίου του αγίου Όρους. Το 1539, μετά την πυρκαγιά που κατέστρεψε την αγιορείτικη μονή, ο Γαϊτάνης απέστειλε πέντε εικόνες, ζωγραφισμένες («ιστορημένες») από τον Ευφρόσυνο, ονομαστό Κρητικό ζωγράφο της πόλης του Χάνδακα. Πρόκειται για τις εικόνες του Χριστού, της Παναγίας, του αγίου Πέτρου, του Προδρόμου και του αγίου Παύλου, που κοσμούν και σήμερα το τέμπλο της μονής Διονυσίου. Τον Δεκέμβριο του έτους 1555, ο ηγούμενος Κλήμης Γαϊτάνης, με τη διαθήκη του κληροδότησε τη μονη της Παναγίας της Κεράς Καβαλλαρέας, μαζί με τα ακίνητα, τα ιερά της κειμήλια και τη βιβλιοθήκη της στη Μονή Διονυσίου του αγίου Όρους. Έτσι στο εξής μετά τον θάνατό του (1555) η μονή της Καβαλλαρέας αποτέλεσε πλέον μετόχι της αγιορείτικης μονής και εξακολούθησε τον βίο της ως ένα από τα σημαντικότερα μοναστήρια, προσελκύοντας το ενδιαφέρον πολλών πιστών αφιερωτών από την Καστελλανία Μαλεβιζίου και από την πόλη του Χάνδακα. Έκτοτε, κάθε έτος η μονή Διονυσίου απέστελλε στην Κρήτη έναν δικό της ιερομόναχο, ως εκπρόσωπο και επίτροπό της, διαχειριστή, που εισέπραττε τις προσόδους (εισοδήματα) του μοναστηρίου της Καβαλλαρέας. Μεγάλος είναι ο αριθμός των νοταριακών εγγράφων που σώζονται στη συλλογή του Αρχείου της μονής του Τιμίου Προδρόμου του λεγόμενου Διονυσίου του Αγίου Όρους, που έχει δημοσιευτεί από τον Παναγιώτη Νικολόπουλο , ενώ έχει γίνει ακόμη η δημοσίευση τμημάτων δύο καταγραφών (inventari) του έτους 1555 κατά το διάστημα της ηγουμενίας του Κλήμη Γαϊτανη, και του 1580, μετά τον θάνατο του ιερομονάχου Θεοδοσίου κατά κόσμον Καβαλλάρου, σύμφωνα με τα οποία προκύπτει ότι το μοναστήρι διέθετε αξιόλογη βιβλιοθήκη, από τον Ν. Β. Τωμαδάκη? , δύο έγγραφα ακόμη από το Αρχείο του Ελληνικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών της Βενετίας (Istituto Ellenico di Studi Bizantini e Postbizantini di Venezia), το πρώτο από τον Μ.Ι.Μανούσακα και το δεύτερο από τη Ρένα Βλαχάκη. Πρόσθετο πλούσιο τεκμηριωτικό υλικό για τη Μονή συγκεντρώθηκε από έρευνα στο Κρατικό Αρχείο Βενετίας (Archivio di Stato di Venezia) από τη Μαρία Γ. Πατραμάνη στα νοταριακά κατάστιχα του Χάνδακα.
Το τεκμηριωτικό αυτό υλικό αφορά την ιστορία της μονής στη διάρκεια του 16ου και 17ου αιώνα. Με φροντίδα ακόμη της ερευνήτριας κ. Βούλας Κόντη εντοπίστηκε το κείμενο της διαθήκης του Κλήμη Γαϊτάνη και αγοραπωλητήριο έγγραφο του 1548 στο αρχείο μικροφωτογράφησης του Ινστιτούτου Βυζαντινών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών (αρχειακό υλικό μονών Αγίου Όρους). Με βάση το αρχειακό αυτό υλικό συντάχθηκε από τη Μαρία Γ. Πατραμάνη συνθετική μελέτη υπό τον τίτλο: «Αρχειακές μαρτυρίες για την ιστορία της μονής της Παναγίας Καβαλλαράς στην διάρκεια της Βενετοκρατίας» ,σσ. 431- 485. Η μελέτη απαρτίζεται από τρείς ενότητες : στην πρώτη που αφορά την περίοδο αυτονομίας της μονής, διερευνάται ο «κόσμος» ενός ιερομόναχου του γνωστού Κλήμη Γαϊτάνη (1526- 1555), τα πνευματικά ενδιαφέροντά του, και δηλώνονται ακόμη οι σχέσεις αλληλεγγυότητας που είχε συνάψει με πρόσωπα του συγγενικού, εκκλησιαστικού και κοινωνικού περιβάλλοντος του, ενώ δημοσιοποιούνται για πρώτη φορά στοιχεία από το κείμενο της διαθήκης του που εναπόκειται στο Αρχείο της Μονής Διονυσίου του Αγίου Όρους. Η δεύτερη ενότητα αφορά σε πράξεις «εκχώρησης» από γνωστές βενετοκρητικές οικογένειες που είχαν το δικαίωμα ιδιοκτησίας (ius patronato) προς τη μονή της Καβαλλαράς, τριών μοναστηριών που αποτέλεσαν εξαρτήματα, γνωστά ως μετόχια της μονής και έγινε έπειτα από επιτόπια έρευνα η ταύτισή τους:
1) των Αγίων Σαράντα (το οποίο ήταν γυναικείο μοναστήρι) έξω από τον βούργο της πόλης του Χάνδακα, που ανήκε στην οικογένεια Μαδιώτη ή ( Μαϊδιώτη ). Η οικογένεια διέθετε κτήματα στην ευρύτερη περιοχή του Μαδέ, στον Άγιο Βλάσση (στους βορειοδυτικούς πρόποδες του Γιούχτα, οικισμό του Δημοτικού διαμερίσματος των Βασιλειών ), στην Παπαδουλιώτισσα και στο Στεργιανό (οικισμό στην περιοχή Σκαλανίου), στην περιοχή της Παρακάνδια (Paracandia). Η περιοχή αυτή ανήκει σήμερα στο Δημοτικό διαμέρισμα των Βασιλειών Ηρακλείου. Ως γνωστό στην περιοχή της Παρακάνδια, γύρω από την πόλη του Χάνδακα, η αρχειακή έρευνα κατά τη διάρκεια της βενετοκρατίας έχει καταγράψει ονόματα σαράντα μοναστηριών. Στη διάρκεια του Κρητικού Πολέμου, συγκεκριμένα το 1648 το στρατόπεδο των Τούρκων είχε εγκατασταθεί ανάμεσα στη Φορτέτσα και το χωριό Βασιλειές. Έτσι εξηγείται γιατί τα μοναστήρια που υπήρχαν στην περιοχή ανάμεσα στη Φορτέτσα και στα νότια του Αγίου Βλάσση υπέστησαν καταστροφές. Το γυναικείο μοναστήρι των Αγίων Σαράντα, εξάρτημα της μονής Καβαλλαράς, πρέπει να είχε κτιστεί στη θέση που φέρει ως σήμερα την ονομασία «κελλάκια των καλογράδων» στα ερείπια των τοπωνυμίων «Μαδε» και «Μαδέ πόρος», κοντά στο χωριό Στεργιανό και σε απόσταση 5 χλμ. από το Ηράκλειο. Εκδίδεται σχετικά στο Παράρτημα της μελέτης το πρώτο χρονολογικά ανέκδοτο λατινικό έγγραφο του έτους 1526 (Μάϊου 1), που εντόπισε η Μ. Πατραμάνη στο Κρατικό Αρχείο της Βενετίας και αφορά σε εκχώρηση (concessione) της μονής των Αγίων Σαράντα, «έξω από τον βούργο του Χάνδακα», από την Ιζαμπέττα, (κοσμικό όνομα της μοναχής, πρώην συζύγου του ευγενή Μάρκου του ποτέ Νικολάου Μαδιώτη), και τα αδέλφια του συζύγου της και άλλα μέλη της οικογένειας Μαδιώτη, στους οποίους ανήκε ως κτητορική, προς τον ηγούμενο της μονής της Κερα- Καβαλλαρέας, Κλήμης Γαϊτανη.
2) του Αγίου Μάμα στη Τύλισο, το οποίο ανήκε στην οικογένεια Λομπάρδου ή Λαμπάρδου, και ήταν ανδρικό μοναστήρι. Εντοπίστηκε στη θέση που σώζονται σήμερα ερείπια οικισμού και παλιάς εκκλησίας με την ονομασία «Άγιος Μάμας», σε απόσταση 500 περίπου μέτρων από το χωριό Τύλισος και ενός χιλιομέτρου από το χωριό Μονή Μαλεβιζίου. Το μοναστήρι που περιλάμβανε ναό, κελλιά, χωράφια, και δένδρα, εκχωρήθηκε με δωρητήριο έγγραφο από την Έλενα Λαμπαρδοπούλα, θυγ. του Φραντσέσκου Λαμπάρδου, κατοίκου Ρεθύμνου, τον Νοέμβριο του έτους 1540, όταν βρέθηκε στην Τύλισο σε τρείς καλόγερους, τον Μακάριο Μητάτο, τον Νικόδημο Μητάτο, και τον Κωνσταντίνο Μαρουλιανό. Αργότερα έγινε η εκ νέου εκχώρηση του μοναστηριού του Αγίου Μάμα στο μοναστήρι της Καβαλλαράς και χρονολογείται μάλλον μεταξύ των ετών 1548 και 1555, διαμέσου των μοναχών του και με τη συγκατάθεση της Έλενας Λαμπαρδοπούλας, ή άλλων κτητόρων του από την οικογένεια Λομπάρδου του Ρεθύμνου. Στη μελέτη ερμηνεύονται οι όροι : «εκχώρηση» (cessione) και «δικαίωμα ιδιοκτησίας» (ius patronato) στα μοναστήρια κατά την περίοδο της βενετοκρατίας στην Κρήτη με εκμετάλλευση σχετικού τεκμηριωτικού υλικού που αφορά σε ανάλογη περίπτωση της μονής Σαββαθιανών από τον κλάδο της οικογένειας των Λομπάρδων του Χάνδακα.
3) του Αγίου Γεωργίου στο Μερτοκάμαρο στο Φαραγγίτη, ανδρικό μοναστήρι, που ανήκε στην ιδιοκτησία μελών της οικογένειας Συρίγου, της τάξης των αστών του Χάνδακα, και κατοικούσαν είτε στο Εξώπορτο της πόλης του Χάνδακα είτε στο χωριό Καμάρι- Μερτοκάμαρο (σημ. χωριό Καμάρι, το οποίο στις απογραφές πληθυσμού της βενετοκρατίας απαντά ως Μερτοκάμαρο στην καστελλανία Μαλεβιζίου). Το μοναστήρι αναζητήθηκε στην ίδια περιφέρεια στο χωριό Καμάρι και σε κοντινή απόσταση από την Καβαλλαρά. Η προφορική παράδοση στο χωριό Καμάρι Μαλεβιζίου, διασώζει την επωνυμία «Άγιος Γεώργιος στο Ποροφάραγκο στο Αγιάκι», για το «εξωμονάστηρο» που είναι αφιερωμένο στον Άγιο Γεώργιο και ανήκει στην κτηματική περιφέρεια Κορφών. Το τελευταίο μοναστήρι ταυτίζεται με τη γνωστή σήμερα «μονόχωρη εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στο Αγιάκι «, που κτίστηκε από τους κατοίκους του χωριού Κορφές, το έτος 1960 στα ερείπια παλιάς εκκλησίας που βρίσκεται στους πρόποδες του βουνού της Καβαλλαράς, πλησίον του «Ποροφάραγκου της Γωνιάς» στα όρια της κτηματικής περιφέρειας του Δημοτικού διαμερίσματος Κορφών.
Παρουσιάζονται ακόμα μαρτυρίες που αφορούν σε δωρεές κατοίκων της κρητικής υπαίθρου και της πόλης του Χάνδακα προς τη μονή Καβαλλαράς, καθώς και στις σχέσεις της με όμορα γυναικεία μοναστήρια της Καστελλανίας Μαλεβιζίου, όπως το μοναστήρι του Τιμίου Σταυρού στη Χυμευτού , επίσης του Αγίου Γεωργίου του Μεσαμπελίτη στην πόλη του Χάνδακα καθώς και της κερά- Ελεούσας στην Κιθαρίδα. Στην τρίτη ενότητα της μελέτης της Πατραμάνη δίδονται στοιχεία που αφορούν στη μετά τον ηγούμενο Κλήμη Γαϊτάνη εποχή, όταν το μοναστήρι τελούσε υπό την πνευματική επιστασία και εξάρτηση της μονής Διονυσίου του Αγίου Όρους (1555- 1678). Στην ερήμωση της μονής που μαρτυρείται μιαν επταετία τουλάχιστον πριν από το έτος 1678, αναφέρεται ο τελευταίος εντεταλμένος επίτροπος της μονής Διονυσίου, ο οποίος σύμφωνα με την αυτοψία που πραγματοποίησε, έδωσε σημαντικές πληροφορίες.
Εξακρίβωσε ότι στον ερειπωμένο χώρο της μονής διέμεναν ένας ιερομόναχος με τον πατέρα και τη μητέρα του και δύο παιδιά. Ακόμη ότι οι τελευταίοι «ένοικοι» που απάντησε στη μονή «είχαν κτίσει μόνο τον παλαιό φούρνο με το κελλαρικό του», ενώ τα υπόλοιπα κτήρια ήταν «αχαλασμένα παντελώς» και μόνο η εκκλησία ήταν ακόμη «καλά γερή», την ιστόρηση της οποίας είχε κάνει ο ζωγράφος Μερκούριος. Τέλος, τα βημόθηρα της εκκλησίας της Παναγίας Καβαλλαρέας μετά την καταστροφή της μονής της κερα- Καβαλλαρέας μεταφέρθηκαν στην πλησιέστερη μονή της Παναγίας Ιερουσαλήμ (σημερινή ενοριακή εκκλησιά της Παναγίας στο Λουτράκι, που εορτάζει πανηγυρικά την ημέρα των Εισοδίων της Θεοτόκου, 21 Νοεμβρίου).
Στο Παράρτημα της μελέτης, τέλος, εκδίδονται από την Πατραμάνη και τέσσερα αντιπροσωπευτικά έγγραφα από τα νοταριακά κατάστιχα του Χάνδακα, που σώζονται στο Κρατικό Αρχείο Βενετίας (Archivio di Stato di Venezia).20ος αιώνας: Το 1905, ο Γκερόλα βρήκε στην ερημωμένη μονή ένα μοναχό, τον Μακάριο Τζυμπραγό, ο οποίος προσπάθησε να την αναβιώσει και διέμεινε ώς το 1937. Σύμφωνα με την τοπική προφορική παράδοση του χωριού Κορφές, αναφέρεται ακόμη και ο μοναχός Μάξιμος.
Ερευνα Μαρία Γ. Πατραμάνη